
Ήταν μεσάνυχτα όταν μπήκαμε στο σπήλαιο, οι δύο έμπιστοι σύντροφοι μου (και πεπειραμένοι σπηλαιολόγοι), ο Πωλ Στιούαρτ, ο Τζων Τούντεκ κι εγώ. Μεγάλοι καφετιοί αρουραίοι φαίνονταν ολοκάθαρα στο λαμπρό φως της πανσέληνου, με το τρίχωμα τους χιλιοδαγκωμένο και μαδημένο από τους ψύλλους, να τρεχαλίζουν μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς, με λουρίδες σάρκας που στάζανε αίμα να κρέμουνται από τα σαγόνια τους, τρόπαια που οι πανίσχυροι κοπτήρες των τρωκτικών είχαν αφαιρέσει ξεσχίζοντας, από το σώμα των θυμάτων του βραδυνού κυνηγιού τους.
Νυχτερίδες βαμπίρ φτεροκοπούσαν κυκλωτικά στον αέρα. Σάλιο μολυσμένο με λύσσα έσταζε από τα κοφτερά τους δόντια. Με κάθε κτύπημα των φτερών τους, σύννεφα από ψείρες πέφτανε από τα μικρά τριχωτά κορμιά τους…. πάνω μας!
Τα τοιχώματα της σπηλιάς ήταν κρύα όταν τα άγγιζες, σαν δέρμα πτώματος ξαπλωμένου σε κάποιο σκοτεινό νεκροτομείο. Ο αέρας ήταν υγρός, με έντονη μυρωδιά κλεισούρας, όπως σε ένα βαθύ υπόγειο με σκαμμένα, φυσικά τοιχώματα.
Το δάπεδο ήταν καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα λάσπης, με υφή κολλώδη σαν το πηγμένο αίμα. Μα η πιο απειλητική παρουσία ήταν αυτή του σκοταδιού. Ενός σκοταδιού τόσο πηχτού και αδιαπέραστου που ήταν σα να μπορούσες να το κόψεις με το μαχαίρι. Όταν είπε ο Κύριος «Γεννηθήτω φως», είχε τους λόγους Του που άφησε τα μέρη αυτά απ’ έξω. Γιατί τα μέρη αυτά ήταν του Διαβόλου. Μπορούσα να Τον νοιώσω να παραμονεύει κρυμμένος σε κάποια κόχη της σπηλιάς, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να μας ορμήσει και να ρουφήξει τις ψυχές μας. Τούτη δω ήτανε η δική Του γη. Κι αυτό δε μπορούσαμε παρά να το σεβαστούμε…
Οι φωνές μας αντηχούσαν στην ψηλή, θολωτή οροφή της σπηλιάς σαν τις κραυγές ετοιμοθάνατων θυμάτων στο θάλαμο βασανιστηρίων κάποιου παράφρονος σαδιστή. Είχαμε μπει σ’ ένα μέρος απαίσιο και φρικτό που ο άνθρωπος δε θά ‘πρεπε να καταπατά. Κάτω από τη γη είναι για τους θαμμένους, για τους νεκρούς – όχι τους ζωντανούς.
Μέσα σ’ αυτόν το βρώμικο τύμβο συνεχίστηκε το ταξίδι μας, με το αίσθημα επικείμενου κινδύνου να γεννιέται μέσα μας, σε κάθε γωνιά. Τα φώτα μας έριχναν δυσοίωνες σκιές που χόρευαν στα τοιχώματα του κάθε περάσματος. Σκοτάδι γύρω μας παντού, σ’ αυτές τις κολασμένες κατακόμβες. Ο αέρας ηλεκτριζόταν από την παρουσία μιας χθόνιας δύναμης που μας τραβούσε ολοένα και πιο βαθιά στα σπλάχνα της γης. Σύντομα συνειδητοποίησα πως είχαμε χαθεί σε ένα εξωφρενικό σύμπλεγμα ασφυκτικά στενών περασμάτων που σχημάτιζαν έναν εφιαλτικό λαβύρινθο και πως η πιθανότητα κανείς από εμάς, να μην καταφέρει να βγει στην επιφάνεια της γης, ήταν πια κάτι παραπάνω από σοβαρή.
Μέσα στην σαν από μελάνι χυμένο σκοτεινιά, τα φώτα των φακών μας αποκάλυπταν κίτρινα, μοχθηρά μάτια που παρακολουθούσαν κάθε μας κίνηση. Και μπορούσαμε να ακούμε τον ήχο των μακριών γαμψόνυχων τους να ξύνουν το βράχο, καθώς κατρακυλούσαν προς το μέρος μας αφήνοντας τα απόκρυφα και αποτρόπαια σημεία όπου κουρνιάζανε. Αυτά τα αποκρουστικά εξαμβλώματα της φύσης, μισά άνθρωποι, μισά απαίσια κτήνη, άγνωστα στον έξω κόσμο, τρέφονταν με τα κορμιά χαμένων σπηλαιολόγων, αφού τους είχαν προηγουμένως πάρει την ψυχή.
Ο διάδρομος στένευε και χαμήλωνε σ’ ένα πέρασμα που μπορούσες να χωθείς έρποντας μόνο. Οι κοφτερές, σαν ξυράφι, άκρες στις «φέτες» που προεξείχαν από τα τοιχώματα, μου έσκιζαν τη φόρμα, μου έκοβαν βαθιά το δέρμα, τράβαγαν και αφαιρούσαν κομμάτια της σάρκας. Το αίμα που χυνόταν κρύωνε αμέσως. Το αισθανόμουν παγωμένο, πάνω στο ζεστό, από την προσπάθεια και την ταλαιπωρία, σώμα μου.
Ο θάνατος ήταν κοντά. Τον μύριζα στον αέρα. Παράξενο δεν είναι; Όταν ο θάνατος πλησιάζει, πλημμυρίζεις ξαφνικά από ζωή. Γύρισα με δυσκολία το κεφάλι μου πίσω και με απόγνωση διαπίστωσα πως ήμουν πια μονάχος. Μονάχος σε αυτόν τον ξεχασμένο από το θεό, κόσμο του αιώνιου σκότους. Με κυρίευσε πανικός. Αισθανόμουνα ένα πλάκωμα στο στήθος καθώς προσπαθούσα να πάρω ανάσα. Ο σκοτεινός κόσμος γύρω μου άρχισε να περιδινίζεται ανεξέλεγκτα. Ο τρόμος με είχε αρπάξει στα χέρια του για τα καλά.
Και τότε, μέσα από τα σκοτεινά βάθη, ήρθε μια φωνή, επιβλητική και παγωμένη, που είπε:
«- Καλησπέρα κύριε Κινγκ και καλωσήλθατε. Τί ευχάριστη έκπληξη!».
Στο φως της δέσμης του φακού μου, στεκόταν εκεί: ο Άρχοντας του Κάτω Κόσμου, ο βλάσφημος Σουλτάνος της Αμαρτίας, ο του Θανάτου Βασιλεύς, ο εξοχώτατος Κύριος Δ. ….. αυτοπροσώπως!
Έμοιαζε σαν ένας πολύ ήσυχος γεράκος. Εκτός τα μάτια Του. Οι φωτιές της Κόλασης έκαιγαν και φούντωναν μέσα στις κόρες των ματιών του. Είπε:
«- Στήβεν! Έχω διαβάσει όλα σου τα βιβλία. Νοιώθω σα να γνωριζόμαστε καλά εσύ κι εγώ. Μόνο που με περιγράφεις λες και είμαι τόσο πολύ…… Κακός! Στ’ αλήθεια σου λέω, άμα με γνωρίσεις καλύτερα…. είμαι εντάξει τύπος. Ελπίζω να μείνεις κοντά μου κάποιο διάστημα, ε τί λες;».
Και άρπαξε το κεφάλι μου με τα δυο του χέρια. Κύματα καυτού πόνου διαπέρασαν κάθε εκατοστό στο σώμα μου. Τα δάχτυλα Του, σαν αδηφάγες βδέλλες, ρουφούσαν όλες τις καλές αναμνήσεις της ζωής μου κι άφηναν μόνο την ασχήμια και τον πόνο. Όλοι οι μώλωπες και όλες οι πληγές που είχα ποτέ μου, εμφανίσθηκαν με μιας όλες μαζί, χαίνουσες καυτό αίμα. Κι όταν τα χέρια Του με άφησαν, ένοιωσα να με ρουφάει κάτω ένα σκοτεινό απύθμενο πηγάδι. Καταδικασμένον για πάντα. Στην Κόλαση!
Ξαφνικά, δυο φώτα εμφανίσθηκαν μέσα από το σκοτάδι. Ήταν ο Πωλ και ο Τζων. Ήταν ζωντανοί! ….Σώθηκα!
«- Έεεεεεο, έεεεεεο, εδώ είμαι παιδιά!», φώναξα, «- εδώωω παιδιά, εδώ είμαι!».
«- Σύνελθε ρε Στήβεν», είπε ο Πωλ, «είμαστε μόνο στο διάδρομο της εισόδου της σπηλιάς!».
«- Ρε, τί κόττα είν’ αυτός ρε;!», είπε ψιθυριστά ο Τζων.
……………»
Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
Εξάρχεια, Αθήνα
Τούτη η γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε
Πηγή: η ιστορία “If Stephen King went caving” από το βιβλίο “Tales of dirt, danger and darkness” του Αμερικανού σπηλαιολόγου και συγγραφέα Paul Jay Stewart, Greyhound Press, Cloverdale IN, USA, 1998
Η πρόχειρη και κάπως ελεύθερη μετάφραση είναι δική μου
Φωτογραφία: Ζ.Π.
Οι παλαιότεροι αναφέρουν ότι μια ομάδα είχε ρίξει χρώμα στο νερό της καταβόθρας που υπάρχει στην Παλαιόχωρα το οποίο είχε…